Ὀλβιοπολίτας

Ὀλβιοπολίτας
Ὀλβιοπολίτᾱς , Ὀλβιοπόλιται
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολβιοπολιτικός — ὀλβιοπολιτικός, ή, όν (Α) [Ολβιοπολίται] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ολβιοπολίτας, δηλ. τους κατοίκους τής πόλεως Ολβίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”